διατεταμένως: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατετᾰμένως Medium diacritics: διατεταμένως Low diacritics: διατεταμένως Capitals: ΔΙΑΤΕΤΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diatetaménōs Transliteration B: diatetamenōs Transliteration C: diatetamenos Beta Code: diatetame/nws

English (LSJ)

Adv., (διατείνω) A with might and main, earnestly, δ. φεύγειν Arist.EN1166b28; ἐνεργεῖν ib.1175a8, cf. Plu.Cat.Mi.26, Iamb.Protr.19, Hierocl.in CA20p.464M.

German (Pape)

[Seite 606] mit Anstrengung, nachdrücklich; φεύγειν Arist. Eth. 9, 4; εἰπεῖν Plut. Cat. min. 26.

Greek (Liddell-Scott)

διατετᾰμένως: ἐπίρρ. (διατείνω), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec contention, avec effort, de toute sa force.
Étymologie: διατεταμένος, part. pf. Pass. de διατέμνω.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διατείνω con vehemencia, decididamente ἐνεργεῖν Arist.EN 1175a8, φευκτέον τὴν μοχθηρίαν δ. Arist.EN 1166b28, ἐπειπεῖν ... δ. Plu.Cat.Mi.26, δ. πιστεύειν estar plenamente convencido Gal.5.457, οἳ ... δ. ἐνῆγον μὴ σιωπᾶν τὰ κοινὰ τῶν ἔργων los cuales me rogaron encarecidamente que no silenciara los hechos de importancia general Eun.Hist.1.92, cf. Iambl.Protr.19, Hierocl.in CA 20.9.

Russian (Dvoretsky)

διατετᾰμένως:
1) всеми силами, всячески (φευκτέον τὴν μοχθηρίαν Arst.);
2) решительно, категорически (ἐπειπεῖν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατεταμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διατείνω, uit alle macht.