διπλῇ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[διπλῆ]])<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].<br /><b>(II)</b><br />[[διπλῇ]] και διπλεῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλούς]] <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>ῂ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλαχῄ</i>, <i>διχῄ</i>)<br />το <i>δειπλεί</i> [[είναι]] [[δωρικός]] τ. του <i>διπλῄ</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[διπλῆ]])<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].<br /><b>(II)</b><br />[[διπλῇ]] και διπλεῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλούς]] <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>ῂ</i> ([[πρβλ]]. <i>αλλαχῄ</i>, <i>διχῄ</i>)<br />το <i>δειπλεί</i> [[είναι]] [[δωρικός]] τ. του <i>διπλῄ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλῇ Medium diacritics: διπλῇ Low diacritics: διπλή Capitals: ΔΙΠΛΗ
Transliteration A: diplē̂i Transliteration B: diplē Transliteration C: dipli Beta Code: diplh=|

English (LSJ)

(Dor. διπλεῖ Tab.Heracl.1.109, Leg.Gort.2.7), Adv. A twice, E.Ion760, cj. in S.Ant.725. II twice as much, opp. ἁπλῇ, IG12.6.47; folld. by , Pl.R.330c.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de deux façons, càd dans les deux sens (contraires);
2 deux fois : διπλῇ ἤ, deux fois autant que.
Étymologie: dat. fém. contr. de διπλόος.

Greek Monolingual

(I)
η (AM διπλῆ)
βλ. διπλός.
(II)
διπλῇ και διπλεῑ (Α)
επίρρ. δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) - (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)
το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].

Greek Monotonic

διπλῇ: επίρρ., δύο φορές, δύο φορές κατ' επανάληψη, στη σειρά, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διπλῇ: дор. διπλᾷ adv.
1) с обеих сторон: εὖ γὰρ εὕρηται δ. Soph. оба вы говорили правильно;
2) вдвое, вдвойне (ζημιοῦσθαι Plat.);
3) дважды (θανεῖν Eur.).

Middle Liddell

adverb
twice, twice over, Soph., Eur.