δυσκάθαρτος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> de divinidades [[difícil de aplacar o eludir]] mediante purificación, [[implacable]], [[ineludible]], [[funesto]] ᾍδου λιμήν S.<i>Ant</i>.1284, ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον ¡oh destino implacable!</i> Ar.<i>Pax</i> 1250.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de purificar]], [[impuro]] [[ἄγη]] δ. Ph.2.555, γνώμη Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.168, ψυχή Ph.<i>Prou</i>. en Eus.<i>PE</i> 8.14.40, de pers. δ. καὶ μιαρός Ph.2.298 (p.148), cf. 1.274, 345, 428.<br /><b class="num">3</b> medic. [[difícil de purgar]] πνεύματα Plu.2.991b, τὰ ἐν τοῖς ἕλκεσι δυσκάθαρτα Aët.15.13, de pers. αἱ ἐκ τοκετοῦ δυσκάθαρτοι Dsc.5.69, cf. Gal.15.539. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:52, 20 July 2021
English (LSJ)
[κᾰ], ον, A hard to purify, Ph.1.239, al.; hard to purge, πνεύματα Plu.2.991b, cf. Dsc.5.69. II hard to satisfy by purification or atonement, δ. Ἅιδου λιμήν, of the house of the Labdacidae in which murders never ceased, S.Ant. 1284 (lyr.); δαίμων Ar.Pax1250.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu reinigen; πνεῦμα Plut. Gryll. 8; – schwer auszusöhnen, nicht durch Sühnopfer zu besänftigen, Ἅιδου λιμήν Soph. Ant. 1270; δαίμων Ar. Pax 1250.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκάθαρτος: -ον, δυσκόλως καθαιρόμενος, Πλούτ. 2. 991Β. ΙΙ. δυσκόλως διὰ καθαρμῶν ἐξιλεούμενος, Λατ. inexpiabilis, δ. Ἅιδου λιμήν, ἐπὶ τοῦ οἴκου τῶν Λαβδακιδῶν, ἐν ᾧ οὐδέποτε ἔληξαν οἱ φόνοι, Σοφ. Ἀντ. 1284· δαίμων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1250.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à purifier;
2 difficile à fléchir par des expiations, càd qui exige victime sur victime.
Étymologie: δυσ-, καθαίρω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 de divinidades difícil de aplacar o eludir mediante purificación, implacable, ineludible, funesto ᾍδου λιμήν S.Ant.1284, ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον ¡oh destino implacable! Ar.Pax 1250.
2 difícil de purificar, impuro ἄγη δ. Ph.2.555, γνώμη Chrysipp.Stoic.3.168, ψυχή Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.40, de pers. δ. καὶ μιαρός Ph.2.298 (p.148), cf. 1.274, 345, 428.
3 medic. difícil de purgar πνεύματα Plu.2.991b, τὰ ἐν τοῖς ἕλκεσι δυσκάθαρτα Aët.15.13, de pers. αἱ ἐκ τοκετοῦ δυσκάθαρτοι Dsc.5.69, cf. Gal.15.539.
Greek Monolingual
δυσκάθαρτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καθαρίζεται
2. αυτός που δύσκολα εξιλεώνεται.
Greek Monotonic
δυσκάθαρτος: -ον (καθαίρω), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκάθαρτος:
1) с трудом поддающийся очищению (πνεύματα Plut.);
2) неумолимый (Ἃιδου λιμήν Soph.; δαίμων Arph.).
Middle Liddell
δυσ-κάθαρτος, ον καθαίρω
hard to satisfy by purification or atonement, Soph., Ar.