εὐέκτης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐέκτης''': -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, [[εὔρωστος]], ἀντίθετον τῷ [[καχέκτης]], Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22. | |lstext='''εὐέκτης''': -ου, ὁ, ([[ἔχω]]) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, [[εὔρωστος]], ἀντίθετον τῷ [[καχέκτης]], Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:50, 2 January 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἔχὠ A of a good habit of body, opp. καχέκτης, Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as Adj., ἀθληταί Ph.1.583.
German (Pape)
[Seite 1064] ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέκτης: -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, εὔρωστος, ἀντίθετον τῷ καχέκτης, Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.
Greek Monolingual
εὐέκτης, ὁ (Α)
1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.
β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)
2. ο πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχ-έκτης, πλεον-έκτης].
Russian (Dvoretsky)
εὐέκτης: Polyb., Diog. L. = εὐεκτικός 1.