εὔκρηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>].
|mltxt=[[εὔκρηνος]], -ον, επικ. τ. [[ἐΰκρηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύεται καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]]), [[πρβλ]]. <i>αγχί</i>-<i>κρηνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κρηνος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκρηνος Medium diacritics: εὔκρηνος Low diacritics: εύκρηνος Capitals: ΕΥΚΡΗΝΟΣ
Transliteration A: eúkrēnos Transliteration B: eukrēnos Transliteration C: eykrinos Beta Code: eu)/krhnos

English (LSJ)

Ep. also ἐΰκρηνος-, ον, (κρήνη) A well-watered, πέτρη APl.4.230 (Leon.); with fair fountains, πτολίεθρον Call.Aet.3.1.72.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκρηνος: -ον, (κρήνη) ἔχων κρήνας ὡραίας, καλοὺς πίδακας, καλῶς ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 330.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles sources.
Étymologie: εὖ, κρήνη.

Greek Monolingual

εὔκρηνος, -ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες
2. αυτός που αρδεύεται καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί-κρηνος, καλλί-κρηνος].

Greek Monotonic

εὔκρηνος: -ον (κρήνη), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται καλά, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κρηνος, ον κρήνη
well-watered, Anth.