θεσμοφόριος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεσμοφόριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Θεσμοφόριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στους Ροδίους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θεσμοφόριον]] ή <i>θεσμοφορεῑον</i><br />[[ναός]] της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα [[θεσμοφόρια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόριον]] [[μέτρον]]» — [[είδος]] δακτυλικού μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=[[θεσμοφόριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Θεσμοφόριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στους Ροδίους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θεσμοφόριον]] ή <i>θεσμοφορεῑον</i><br />[[ναός]] της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα [[θεσμοφόρια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόριον]] [[μέτρον]]» — [[είδος]] δακτυλικού μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>δαφνη</i>-<i>φόριος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>φόριος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis Chr. 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, Supp.Epigr.2.866. II (sc. μήν) name of month at Rhodes, IG12(1).3.5; in Crete, GDI5149.58.
Greek Monolingual
θεσμοφόριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος
ονομασία μήνα στους Ροδίους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῑον
ναός της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια
3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» — είδος δακτυλικού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόριος (< -φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνη-φόριος, ξυλο-φόριος].