θυμοραϊστής: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμοραϊστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τη ζωή («[[θυμοραϊστής]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ραϊστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραίω]] «[[σπάζω]], [[καταστρέφω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυνο</i>-<i>ραϊστής</i>, <i>λυκο</i>-<i>ραϊστής</i>].
|mltxt=[[θυμοραϊστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταστρέφει τη ζωή («[[θυμοραϊστής]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ραϊστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραίω]] «[[σπάζω]], [[καταστρέφω]]»), [[πρβλ]]. <i>κυνο</i>-<i>ραϊστής</i>, <i>λυκο</i>-<i>ραϊστής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:49, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμορᾰϊστής Medium diacritics: θυμοραϊστής Low diacritics: θυμοραϊστής Capitals: ΘΥΜΟΡΑΪΣΤΗΣ
Transliteration A: thymoraïstḗs Transliteration B: thymoraistēs Transliteration C: thymoraistis Beta Code: qumorai+sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ῥαίω) A life-destroying, θάνατος Il.13.544, 16.414; δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων ib.591. (θῡμο-ρραίστης Glauc. ap. Sch.B Il.16.414.)

German (Pape)

[Seite 1224] ὁ, Leben zerstörend, θάνατος Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμορᾰϊστής: -οῦ, ὁ, (ῥαίω) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, θάνατος Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580· δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui déchire le cœur, cruel.
Étymologie: θυμός, ῥαΐζω.

Greek Monolingual

θυμοραϊστής, ὁ (Α)
αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοραϊστής θάνατος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -ραϊστής (< ραίω «σπάζω, καταστρέφω»), πρβλ. κυνο-ραϊστής, λυκο-ραϊστής].

Greek Monotonic

θῡμοραϊστής: -οῦ, ὁ (ῥαίω), αυτός που καταστρέφει τη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοραϊστής: ῥαίω уничтожающий жизнь, т. е. губительный (θάνατος Hom.).