καλώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλώνυμος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καλό όνομα, καλή [[φήμη]], [[υπόληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδι</i>-<i>ώνυμος</i>, <i>ψευδ</i>-<i>ώνυμος</i>].
|mltxt=[[καλώνυμος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καλό όνομα, καλή [[φήμη]], [[υπόληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. <i>ιδι</i>-<i>ώνυμος</i>, <i>ψευδ</i>-<i>ώνυμος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:02, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλώνῠμος Medium diacritics: καλώνυμος Low diacritics: καλώνυμος Capitals: ΚΑΛΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kalṓnymos Transliteration B: kalōnymos Transliteration C: kalonymos Beta Code: kalw/numos

English (LSJ)

ον, A bearing a fair name, εὐσέβεια IG5(1).1331 (Laconia), cf. EM143.22.

German (Pape)

[Seite 1315] mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.

Greek (Liddell-Scott)

καλώνῠμος: -ον, ἔχων καλὸν ὄνομα, Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.

Greek Monolingual

καλώνυμος, -ον (AM)
αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδι-ώνυμος, ψευδ-ώνυμος].