καλλίτεχνος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[καλλιτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[καλλίτεχνος]]<br />αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[καλλιτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[καλλίτεχνος]]<br />αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>τεχνος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>τεχνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A making beautiful works of art, Str.1.2.33, 16.2.24, Them.Or.4.56b.
German (Pape)
[Seite 1311] = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίτεχνος: ὁ, ἡ, καλός, ἐπιδέξιος, τεχνίτης, ἐπιτήδειος κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία
αρχ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος
αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος, ομοιό-τεχνος].