καλοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αγαθοποιό [[επίδραση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί [[κάλλος]], [[ωραιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), | |mltxt=[[καλοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αγαθοποιό [[επίδραση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί [[κάλλος]], [[ωραιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-[[ποιός]], <i>μικρο</i>-[[ποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:04, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A making beautiful, c. gen., τὸ δίκαιον κ. τῆς ψυχῆς Procl.in Alc. p.327C.; creating beauty, Dam.Pr.33, Cat.Cod.Astr.7.101, PMag. Leid.V.9.3; cf. καλλοποιός.
German (Pape)
[Seite 1313] schön, gut handelnd.
Greek Monolingual
καλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αγαθοποιό επίδραση
2. αυτός που δημιουργεί κάλλος, ωραιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, μικρο-ποιός.