καρπογονία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καρπογονία]] [[καρπογονώ]]<br />η [[παραγωγή]] καρπών, η [[καρποφορία]] («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=η (AM [[καρπογονία]] [[καρπογονώ]]<br />η [[παραγωγή]] καρπών, η [[καρποφορία]] («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῖται εἰς τὴν καρπογονίαν», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καρπογονία:''' ἡ производительность, плодородие Plut.
|elrutext='''καρπογονία:''' ἡ производительность, плодородие Plut.
}}
}}

Revision as of 08:00, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπογονία Medium diacritics: καρπογονία Low diacritics: καρπογονία Capitals: ΚΑΡΠΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: karpogonía Transliteration B: karpogonia Transliteration C: karpogonia Beta Code: karpogoni/a

English (LSJ)

ἡ, A productiveness, X.Smp.2.25, Thphr.CP 1.5.5, Sor.1.42 (pl.), Lib.Or.25.67, Aen.Gaz.Thphr.p.54B.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, Fruchterzeugung, Fruchtbarkeit; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καρπογονία: ἡ, παραγωγὴ καρποῦ, καρποφορία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production de fruits, fécondité.
Étymologie: καρπογόνος.

Greek Monolingual

η (AM καρπογονία καρπογονώ
η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῖται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.).

Russian (Dvoretsky)

καρπογονία: ἡ производительность, плодородие Plut.