καταγεώτης: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγεώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>Ησύχ.</b>) ο [[νεκροθάφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]]-<i>γεως</i>, [[αμάρτυρος]] παρλλ. τ. του [[κατά]]-<i>γειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>γεως</i>, <i>μεσό</i>-<i>γεως</i>)].
|mltxt=[[καταγεώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>Ησύχ.</b>) ο [[νεκροθάφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]]-<i>γεως</i>, [[αμάρτυρος]] παρλλ. τ. του [[κατά]]-<i>γειος</i> ([[πρβλ]]. [[λεπτό]]-<i>γεως</i>, <i>μεσό</i>-<i>γεως</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγεώτης Medium diacritics: καταγεώτης Low diacritics: καταγεώτης Capitals: ΚΑΤΑΓΕΩΤΗΣ
Transliteration A: katageṓtēs Transliteration B: katageōtēs Transliteration C: katageotis Beta Code: katagew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A grave-digger, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεώτης: -ου, ὁ, νεκροθάπτης, «καταγεῶται· οἱ θάπτοντες τοὺς τελευτῶντας, οἰκοῦσι δὲ ἔξω τῶν πόλεων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καταγεώτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) ο νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατά-γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. του κατά-γειος (πρβλ. λεπτό-γεως, μεσό-γεως)].