καταθήκη: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθήκη''': ἡ, [[παρακαταθήκη]], [[ἐνέχυρον]], Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[παρακαταθήκη]]).
|lstext='''καταθήκη''': ἡ, [[παρακαταθήκη]], [[ἐνέχυρον]], Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. [[παρακαταθήκη]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθήκη Medium diacritics: καταθήκη Low diacritics: καταθήκη Capitals: ΚΑΤΑΘΗΚΗ
Transliteration A: katathḗkē Transliteration B: katathēkē Transliteration C: katathiki Beta Code: kataqh/kh

English (LSJ)

ἡ, A deposit, prob. f.l. for παρακαταθ- in Lys.Fr.70 tit., Isoc.17.27.

German (Pape)

[Seite 1349] ἡ, das Niedergelegte, Depositum, Isocr. 17, 27. S. παρακαταθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
objet déposé, dépôt.
Étymologie: κατατίθημι.

Greek Monolingual

καταθήκη, ἡ (Α) κατατίθημι
παρακαταθήκη, ενέχυρο.

Russian (Dvoretsky)

καταθήκη: ἡ вклад, залог, депозит (Isocr. - v. l. παρακαταθήκη).