καταχαλκόω: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταχαλκόω:''' покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.). | |elrutext='''καταχαλκόω:''' [[покрывать медью]] (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9. II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.
Greek (Liddell-Scott)
καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατάχαλκος.
Greek Monotonic
καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταχαλκόω: покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χαλκόω met brons beslaan.