κτηματίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κτηματίτης]], ὁ (AM)<br />[[κάτοχος]] πολλών κτημάτων, [[μεγαλοκτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=[[κτηματίτης]], ὁ (AM)<br />[[κάτοχος]] πολλών κτημάτων, [[μεγαλοκτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>αρματ</i>-[[ίτης]], <i>δωματ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:02, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῑ], ον, ὁ, A = κτηματικός 1, Lycurg.Fr.93, Socr.Ep.29.5.
German (Pape)
[Seite 1519] ὁ, der Eigenthümer, bes. der Viel besitzt, Lycurg. in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κτηματίτης: -ου, ὁ, κτηματικός, Λυκοῦργ. παρὰ τῷ Σουΐδ., Ἐπιστ. Σωκρ. 27, σ. 58, 11.
Greek Monolingual
κτηματίτης, ὁ (AM)
κάτοχος πολλών κτημάτων, μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αρματ-ίτης, δωματ-ίτης)].