κυνοβλώψ: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνοβλώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με κυνική [[αναίδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παρα</i>-<i>βλώψ</i>, <i>υπο</i>-<i>βλώψ</i>. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>].
|mltxt=[[κυνοβλώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με κυνική [[αναίδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[πρβλ]]. <i>παρα</i>-<i>βλώψ</i>, <i>υπο</i>-<i>βλώψ</i>. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]]», [[πρβλ]]. <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοβλώψ Medium diacritics: κυνοβλώψ Low diacritics: κυνοβλώψ Capitals: ΚΥΝΟΒΛΩΨ
Transliteration A: kynoblṓps Transliteration B: kynoblōps Transliteration C: kynovlops Beta Code: kunoblw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, A with a dog's look, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα-βλώψ, υπο-βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκ-ώψ].