κυνοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνοδρομέω''': [[τρέχω]] ἢ κυνηγῶ [[μετὰ]] κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
|lstext='''κῠνοδρομέω''': [[τρέχω]] ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοδρομέω Medium diacritics: κυνοδρομέω Low diacritics: κυνοδρομέω Capitals: ΚΥΝΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: kynodroméō Transliteration B: kynodromeō Transliteration C: kynodromeo Beta Code: kunodrome/w

English (LSJ)

A run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.

Greek Monotonic

κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοδρομέω:
1) охотиться с собаками, травить Xen.,;
2) перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).

Middle Liddell

κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω δρόμος
to run with dogs, Xen.