κυλλόπους: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλλόπους]], -πουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[κυλλόπους]], -πουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>πλατύ</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλόπους Medium diacritics: κυλλόπους Low diacritics: κυλλόπους Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kyllópous Transliteration B: kyllopous Transliteration C: kyllopous Beta Code: kullo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A club-footed, Aristodem.8; θεοί Agatharch.7.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, χωλόπους, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.

Greek Monolingual

κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύ-πους, ωκύ-πους].