Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λεπτόφλοιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό, [[λεπτόφλουδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λειό</i>-<i>φλοιος</i>, <i>ρηξί</i>-<i>φλοιος</i>)].
|mltxt=-ο (Α [[λεπτόφλοιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό, [[λεπτόφλουδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] ([[πρβλ]]. <i>λειό</i>-<i>φλοιος</i>, <i>ρηξί</i>-<i>φλοιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόφλοιος Medium diacritics: λεπτόφλοιος Low diacritics: λεπτόφλοιος Capitals: ΛΕΠΤΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: leptóphloios Transliteration B: leptophloios Transliteration C: leptofloios Beta Code: lepto/floios

English (LSJ)

ον, A with thin bark, Thphr.HP1.5.2, etc.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünner, feiner Rinde, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόφλοιος: -ον, ἔχων λεπτὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτόφλοιος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + φλοιός (πρβλ. λειό-φλοιος, ρηξί-φλοιος)].