λεπτόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει λεπτές σάρκες, [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), | |mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει λεπτές σάρκες, [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. <i>απαλό</i>-<i>σαρκος</i>, [[λευκό]]-<i>σαρκος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with fine pulp, κάρυον Gp.10.64.3, cf.Sch.Theoc. 5.94.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόσαρκος: -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεπτόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος
μσν.
αυτός που έχει λεπτό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό-σαρκος, λευκό-σαρκος].