μονοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοβάμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[μόνος]]<br /><b>2.</b> (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο [[πόδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>].
|mltxt=[[μονοβάμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[μόνος]]<br /><b>2.</b> (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο [[πόδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοβάμων Medium diacritics: μονοβάμων Low diacritics: μονοβάμων Capitals: ΜΟΝΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: monobámōn Transliteration B: monobamōn Transliteration C: monovamon Beta Code: monoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, A walking alone, E.Hyps.Fr.3(1).38 (lyr.). 2 μέτρον μ. metre of but one foot, Simm. 26.9.

German (Pape)

[Seite 202] ον, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend, Simm. ovum (XV, 27).

Greek (Liddell-Scott)

μονοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ βαδίζων μόνος, μέτρον μ., ἑνὸς μόνου ποδός, Ἀνθ. Π. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
t. de prosod. qui n’a qu’un pied.
Étymologie: μόνος, βαίνω.

Greek Monolingual

μονοβάμων, -ον (Α)
1. αυτός που βαδίζει μόνος
2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].

Greek Monotonic

μονοβάμων: [ᾱ], -ον (βῆμα), γεν. -ονος, αυτός που περπατάει μόνος· μέτρον μονοβάμον, μήκος ίσο με ενός μόνο ποδιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μονοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) содержащий только одну (стихотворную) стопу, одностопный (μέτρον Anth.).

Middle Liddell

μονο-βά¯μων, ον, βῆμα
walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.