ματαιοπονία: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext.
|elrutext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ [[напрасный труд]] Plut., Luc., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰταιοπονία, ἡ,<br />[[labour]] in [[vain]], Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]
|mdlsjtxt=μᾰταιοπονία, ἡ,<br />[[labour]] in [[vain]], Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]
}}
}}

Revision as of 10:19, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπονία Medium diacritics: ματαιοπονία Low diacritics: ματαιοπονία Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: mataioponía Transliteration B: mataioponia Transliteration C: mataioponia Beta Code: mataioponi/a

English (LSJ)

ἡ, A labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.

Greek Monolingual

η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Greek Monotonic

μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιοπονία:напрасный труд Plut., Luc., Sext.

Middle Liddell

μᾰταιοπονία, ἡ,
labour in vain, Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]