μαστιγονόμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερος [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] ( | |mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερος [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] ([[πρβλ]]. <i>θαλασσο</i>-[[νόμος]], <i>σιτο</i>-[[νόμος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut. | |elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d’un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.
Greek Monolingual
μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο-νόμος, σιτο-νόμος)].
Russian (Dvoretsky)
μαστῑγονόμος: ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.