μελανόφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελανόφυλλος]], και [[μελάμφυλλος]] -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα φύλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που σκιάζεται από φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελάμφυλλον</i><br />το ποώδες και διακοσμητικό [[φυτό]] [[άκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλλο]] ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[μελανόφυλλος]], και [[μελάμφυλλος]] -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα φύλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που σκιάζεται από φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελάμφυλλον</i><br />το ποώδες και διακοσμητικό [[φυτό]] [[άκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλλο]] ([[πρβλ]]. <i>πλατύ</i>-<i>φυλλος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A = μελάμφυλλος, ἴων πτερά Chaerem. 14.13.
German (Pape)
[Seite 120] = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόφυλλος: -ον, = μελάμφυλλος, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερὰ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος -ον)
αυτός που έχει μαύρα φύλλα
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον
το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ-φυλλος)].