μελανόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελανόφυλλος]], και [[μελάμφυλλος]] -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα φύλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που σκιάζεται από φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελάμφυλλον</i><br />το ποώδες και διακοσμητικό [[φυτό]] [[άκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλλο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πλατύ</i>-<i>φυλλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελανόφυλλος]], και [[μελάμφυλλος]] -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα φύλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που σκιάζεται από φύλλα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελάμφυλλον</i><br />το ποώδες και διακοσμητικό [[φυτό]] [[άκανθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλλο]] ([[πρβλ]]. <i>πλατύ</i>-<i>φυλλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόφυλλος Medium diacritics: μελανόφυλλος Low diacritics: μελανόφυλλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: melanóphyllos Transliteration B: melanophyllos Transliteration C: melanofyllos Beta Code: melano/fullos

English (LSJ)

ον, A = μελάμφυλλος, ἴων πτερά Chaerem. 14.13.

German (Pape)

[Seite 120] = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφυλλος: -ον, = μελάμφυλλος, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερὰ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος -ον)
αυτός που έχει μαύρα φύλλα
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον
το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ-φυλλος)].