μελισσήεις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελισσήεις]], -εσσα, -εν (ΑM)<br />αυτός που έχει [[αφθονία]] [[μελισσών]], [[πλούσιος]] σε μελίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ( | |mltxt=[[μελισσήεις]], -εσσα, -εν (ΑM)<br />αυτός που έχει [[αφθονία]] [[μελισσών]], [[πλούσιος]] σε μελίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. <i>αραχν</i>-<i>ήεις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, A rich in bees, as a place-name, Nic.Th.11, Coluth.23.
German (Pape)
[Seite 124] εσσα, εν, bienenreich; Hymettus, Nonn. D. 13, 183; Helikon, Coluth. 23; Nic. Ther. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσήεις: εσσα, εν, πλήρης μελισσῶν, ἔχων πλῆθος μελισσῶν, Νικ. Θηρ. 11, Κόλουθος 23.
Greek Monolingual
μελισσήεις, -εσσα, -εν (ΑM)
αυτός που έχει αφθονία μελισσών, πλούσιος σε μελίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αραχν-ήεις)].