μεληδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
(CSV import)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεληδόν''': Ἐπιρρ. ([[μέλος]]) = [[μελεϊστί]], μεληδὸν ὠπτημένα [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 153F.
|lstext='''μεληδόν''': Ἐπιρρ. ([[μέλος]]) = [[μελεϊστί]], μεληδὸν ὠπτημένα [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 153F.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κατά]] [[μέλη]]). Ἀπό τό [[μέλος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:25, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεληδόν Medium diacritics: μεληδόν Low diacritics: μεληδόν Capitals: ΜΕΛΗΔΟΝ
Transliteration A: melēdón Transliteration B: melēdon Transliteration C: melidon Beta Code: melhdo/n

English (LSJ)

Adv., (μέλος) A = μελεϊστί, κρέα μ. ὠπτημένα Posidon.22 J., cf. Al. Ex.29.17. II in order, Zos.Alch.p.193 B.

German (Pape)

[Seite 122] = μελεϊστί, gliederweis, κρέα μεληδὸν ὠπτημένα, Posidon. bei Ath. IV, 153 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεληδόν: Ἐπιρρ. (μέλος) = μελεϊστί, μεληδὸν ὠπτημένα Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 153F.

Mantoulidis Etymological

(=κατά μέλη). Ἀπό τό μέλος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.