μελισσοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μελισσοκόμος]] και αττ. τ. [[μελιττοκόμος]])<br />αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη [[μελισσοκομία]], [[μελισσοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γηρο</i>-<i>κόμος</i>, <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=ο (Α [[μελισσοκόμος]] και αττ. τ. [[μελιττοκόμος]])<br />αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη [[μελισσοκομία]], [[μελισσοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>γηρο</i>-<i>κόμος</i>, <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:12, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοκόμος Medium diacritics: μελισσοκόμος Low diacritics: μελισσοκόμος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: melissokómos Transliteration B: melissokomos Transliteration C: melissokomos Beta Code: melissoko/mos

English (LSJ)

ον, A keeping bees, A.R.2.131, Opp.C.4.275.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen pflegend, wartend, ὁ, Bienenzüchter, Ap. Rh. 2, 131; νύμφαι, Opp. Cyn. 4, 273.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοκόμος: -ον, μελισσουργός, μελισσεύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 131, Ὀππ. Κυν. 4. 275.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος)
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο-κόμος, ιππο-κόμος].