μετάχρονος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάχρονος''': -ον, ὁ | |lstext='''μετάχρονος''': -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ [[ἔπειτα]] γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, A out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.
German (Pape)
[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
Greek (Liddell-Scott)
μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.
Greek Monolingual
μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.
Greek Monotonic
μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).