μηλοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=μηλοῦχος, ὁ (Α)<br />[[ζώνη]] που κρατά τους μαστούς, [[στηθόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> ἔχω)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:15, 13 June 2022
English (LSJ)
ὁ, (A μῆλον B.11) girdle that confines the breasts, AP6.211 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 173] ὁ, Brusthalter, Brustbinde, ὑαλόχρους, Leon. Tar. 5 (VI, 211).
Greek (Liddell-Scott)
μηλοῦχος: ὁ, (μῆλον Β. ΙΙ) ζώνη ἀνέχουσα τοὺς μαστούς, Ἀνθ. Π. 6. 211· ἀλλαχοῦ στρόφιον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de corset.
Étymologie: μῆλον², ἔχω.
Greek Monolingual
μηλοῦχος, ὁ (Α)
ζώνη που κρατά τους μαστούς, στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
μηλοῦχος: ὁ (μῆλον Β. II, ἔχω), ζώνη που συγκρατεί τους μαστούς, στηθόδεσμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηλοῦχος: ὁ грудная повязка (род лифа) Anth.
Middle Liddell
μηλ-οῦχος, ὁ, μῆλον B. II, ἔχω]
a girdle that confines the breasts, Anth.