μιξίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
|lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
|mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξίαμβος Medium diacritics: μιξίαμβος Low diacritics: μιξίαμβος Capitals: ΜΙΞΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: mixíambos Transliteration B: mixiambos Transliteration C: miksiamvos Beta Code: mici/ambos

English (LSJ)

[ῐα], ον, A mixed with satires, satiric, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.