μισοπράγμων: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισοπράγμων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί, που αποφεύγει την [[πολυπραγμοσύνη]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), | |mltxt=[[μισοπράγμων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί, που αποφεύγει την [[πολυπραγμοσύνη]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), [[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-<i>πράγμων</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:17, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A hating business, Dam.Isid.296.
German (Pape)
[Seite 192] ον, die Geschäfte, das thätige Leben hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπράγμων: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, φιλήσυχος, Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.
Greek Monolingual
μισοπράγμων, -ον (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο-πράγμων].