μονόμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόμαλλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από [[μαλλί]], [[ολόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-<i>μαλλος</i>, <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>)].
|mltxt=[[μονόμαλλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από [[μαλλί]], [[ολόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]] ([[πρβλ]]. <i>βαθυ</i>-<i>μαλλος</i>, <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμαλλος Medium diacritics: μονόμαλλος Low diacritics: μονόμαλλος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: monómallos Transliteration B: monomallos Transliteration C: monomallos Beta Code: mono/mallos

English (LSJ)

ον, A of pure wool (sc. χιτών), POxy.109.2 (iii/iv A. D.), cf. Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμαλλος: -ον, ἐκ μαλλοῦ μόνον, ὁλόμαλλος, μονόμαλλος χιτὼν Πάπυρ. Ὀξυρύγχ. ὑπὸ Grenfell καὶ Hunt 109, 2.

Greek Monolingual

μονόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μαλλός (πρβλ. βαθυ-μαλλος, δασύ-μαλλος)].