μονόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόφυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατάγεται από ένα [[γένος]], από μία [[φυλή]], άμεικτος, φυλετικά [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φυλος</i>].
|mltxt=[[μονόφυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατάγεται από ένα [[γένος]], από μία [[φυλή]], άμεικτος, φυλετικά [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φυλος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφῡλος Medium diacritics: μονόφυλος Low diacritics: μονόφυλος Capitals: ΜΟΝΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: monóphylos Transliteration B: monophylos Transliteration C: monofylos Beta Code: mono/fulos

English (LSJ)

ον, A of one tribe, race, or kind, Opp.C.1.399.

German (Pape)

[Seite 206] aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῦλα μένειν μονόφυλα.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφῡλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, ἄμικτος, Ὀππ. Κυν. 1. 399.

Greek Monolingual

μονόφυλος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό-φυλος].