μισητικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., [[μετὰ]] μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
|lstext='''μῑσητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσητικός Medium diacritics: μισητικός Low diacritics: μισητικός Capitals: ΜΙΣΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misētikós Transliteration B: misētikos Transliteration C: misitikos Beta Code: mishtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.

German (Pape)

[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haineux.
Étymologie: μισέω.

Greek Monolingual

μισητικός, -ή, -όν (Α) μισητός
ο επιρρεπής στο μίσος, στο να μισεί.
επίρρ...
μισητικῶς (Α)
με μισητικό τρόπο, με μίσος.