νεκροκαύστης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekrokaystis | |Transliteration C=nekrokaystis | ||
|Beta Code=nekrokau/sths | |Beta Code=nekrokau/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[one who burns corpses]], Gloss. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who burns corpses, Gloss.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, der die Todten verbrennt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροκαύστης: -ου, ὁ, ὁ καίων τοὺς νεκρούς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α νεκροκαύστης)
αυτός που καίει τους νεκρούς
νεοελλ.
αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει την αντικατάσταση του ενταφιασμού με την καύση τών νεκρών σε ειδικούς κλιβάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -καύστης (< καίω), πρβλ. ιπνο-καύστης, καμινο-καύστης.