νεκροκαύστης
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
νεκροκαύστου, ὁ, one who burns corpses, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, der die Todten verbrennt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροκαύστης: -ου, ὁ, ὁ καίων τοὺς νεκρούς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α νεκροκαύστης)
αυτός που καίει τους νεκρούς
νεοελλ.
αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει την αντικατάσταση του ενταφιασμού με την καύση τών νεκρών σε ειδικούς κλιβάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -καύστης (< καίω), πρβλ. ιπνο-καύστης, καμινο-καύστης.