παιωνία: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0444.png Seite 444]] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch [[γλυκυσίδη]] hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0444.png Seite 444]] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch [[γλυκυσίδη]] hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pivoine, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[παιώνιος]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παιωνία''': ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ [[γλυκυσίδη]], [[εἶδος]] φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. [[παιονίη]], Ὀρφ. Ἀργ. 916.
|lstext='''παιωνία''': ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ [[γλυκυσίδη]], [[εἶδος]] φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. [[παιονίη]], Ὀρφ. Ἀργ. 916.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pivoine, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[παιώνιος]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[παιωνία]] και επικ. τ. [[παιονίη]]) [[παιώνιος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] παιωνιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[χελιδόνιον]] το μέγα<br /><b>3.</b> [[είδος]] φαρμάκου.
|mltxt=η (Α [[παιωνία]] και επικ. τ. [[παιονίη]]) [[παιώνιος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] παιωνιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[χελιδόνιον]] το μέγα<br /><b>3.</b> [[είδος]] φαρμάκου.
}}
}}

Revision as of 07:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιωνία Medium diacritics: παιωνία Low diacritics: παιωνία Capitals: ΠΑΙΩΝΙΑ
Transliteration A: paiōnía Transliteration B: paiōnia Transliteration C: paionia Beta Code: paiwni/a

English (LSJ)

ἡ, (Παιών) A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; Ep. παιονίη Orph.A.918. 2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180. II name of an antidote, Orib.Fr.82.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch γλυκυσίδη hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pivoine, plante.
Étymologie: fém. de παιώνιος¹.

Greek (Liddell-Scott)

παιωνία: ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ γλυκυσίδη, εἶδος φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. παιονίη, Ὀρφ. Ἀργ. 916.

Greek Monolingual

η (Α παιωνία και επικ. τ. παιονίη) παιώνιος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια παιωνιίδες
αρχ.
1. είδος φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες
2. το φυτό χελιδόνιον το μέγα
3. είδος φαρμάκου.