προσπαθής: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προσπαθές</i><br />η [[μεροληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] αφοσιωμένος με [[πάθος]] σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή [[επιθυμία]] για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[δεκτικός]] εντυπώσεων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αφοσίωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσπαθῶς</i> ΜΑ<br />με σφοδρή [[αγάπη]] και [[επιθυμία]], [[περιπαθώς]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[προκατάληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσχω]]), | |mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προσπαθές</i><br />η [[μεροληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] αφοσιωμένος με [[πάθος]] σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή [[επιθυμία]] για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[δεκτικός]] εντυπώσεων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αφοσίωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσπαθῶς</i> ΜΑ<br />με σφοδρή [[αγάπη]] και [[επιθυμία]], [[περιπαθώς]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[προκατάληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσχω]]), [[πρβλ]]. [[συμπαθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, (πάθος) A impressionable, Plot.4.3.11; warmly attached, τὸ παρ' ἡμῶν π. our affection for them, Hierocl. in CA11p.443M., cf. Sch.Pi.P.2.165. Adv. -θῶς, λουτροῖς π. ἔχειν Eust.18.41: Comp. -έστερον Pythag.Ep.5.5 (Theano). II Adv. -θῶς with prejudice, ἱστορεῖν Gal 1.146.
German (Pape)
[Seite 776] ές, Leidenschaft für eine Sache hegend, leidenschaftliche Zuneigung zu einem Gegenstande habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσπᾰθής: -ές, (πάθος), ὁ θερμῶς ἀφωσιωμένος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 165. Ἐπίρρ. -θῶς, Κλήμ. Ἀλ. 554, 557· π. ἔχειν τινὶ Εὐστ. 18. 41.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές
η μεροληψία
αρχ.
1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι
2. ο δεκτικός εντυπώσεων
3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση.
επίρρ...
προσπαθῶς ΜΑ
με σφοδρή αγάπη και επιθυμία, περιπαθώς
αρχ.
με προκατάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. συμπαθής].