προστήκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]] και [[κολλώ]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακέντος ἰοῡ» — λέγεται για το [[δηλητήριο]] του χιτώνα του Ηρακλέους που, [[καθώς]] έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει [[πάνω]] στο [[σώμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τήκομαι</i> «[[λειώνω]], [[ρευστοποιώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]] και [[κολλώ]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακέντος ἰοῦ» — λέγεται για το [[δηλητήριο]] του χιτώνα του Ηρακλέους που, [[καθώς]] έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει [[πάνω]] στο [[σώμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τήκομαι</i> «[[λειώνω]], [[ρευστοποιώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστήκομαι Medium diacritics: προστήκομαι Low diacritics: προστήκομαι Capitals: ΠΡΟΣΤΗΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prostḗkomai Transliteration B: prostēkomai Transliteration C: prostikomai Beta Code: prosth/komai

English (LSJ)

Pass., with pf. προστέτηκα, A stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Heracles, S.Tr. 833 (lyr.); ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι ib.836 (lyr.): metaph., to be given up to, engrossed by, πορισμῷ Plu.2.524d; τοῖς ἀνιαροῖς ib.600c; τέχνῃ Ael.VH3.31; τῷ Κριτίᾳ Philostr.VS2.1.14; δόξῃ Jul.Or.7.226a; ταῖς αἱρέσεσι Gal.8.657.

Greek Monolingual

Α
1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον
2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)
3. φρ. «προστακέντος ἰοῦ» — λέγεται για το δηλητήριο του χιτώνα του Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τήκομαι «λειώνω, ρευστοποιώ»].

Greek Monotonic

προστήκομαι: μέλ. -τήξομαι, Παθ. με παρακ. προστέτηκα, λιώνω και κολλώ γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, προστᾰκέντος ἰοῦ, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τήκομαι, intrans. met perf. προστέτηκα, vastsmelten aan, met dat.: δεινοτέρῳ... ὕδρας προστετακὼς φάσματι vastgesmolten aan een erger verschijning dan de hydra Soph. Tr. 836.

Russian (Dvoretsky)

προστήκομαι: (pf. προστέτηκα, part. pf. προστετηκώς - дор. προστετᾱκώς, aor. 2 προσετάκην с ᾰ) быть припаянным, перен. приставать, прилипать: ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι Soph. находящийся весь во власти страшной гидры; (πλευρᾷ) προστακέντος ἰοῦ Soph. когда яд (т. е. отравленный плащ Несса) прилип к телу (Геракла); τῷ πορισμῷ προστετηκώς Plut. поглощенный мыслями о наживе.

Middle Liddell

fut. -τήξομαι perf. προστέτηκα
to stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Hercules, Soph.; and he is said to be ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, Soph.