πρόσχορδος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόσχορδος:''' настроенный: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.
|elrutext='''πρόσχορδος:''' [[настроенный]]: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.
|elnltext=πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.
}}
}}

Revision as of 15:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχορδος Medium diacritics: πρόσχορδος Low diacritics: πρόσχορδος Capitals: ΠΡΟΣΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: próschordos Transliteration B: proschordos Transliteration C: proschordos Beta Code: pro/sxordos

English (LSJ)

ον, (χορδή) A attuned to a stringed instrument: generally, in unison with, ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι bring voices into unison with voices, Pl.Lg.812d, cf. Poll.4.58,63.

German (Pape)

[Seite 789] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχορδος: -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον ὄργανον· καθόλου, ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ πρός τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. Πολυδ. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο
2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία ή σε συμφωνία με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -χορδος (< χορδή)].

Russian (Dvoretsky)

πρόσχορδος: настроенный: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.