σκληρολέκτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό [[είναι]] σκληρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό [[είναι]] σκληρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[πεζολέκτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:18, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A harsh-speaking, Sch.Ar.Nu.1370.
German (Pape)
[Seite 901] ὁ, der hart Redende (?).
Greek (Liddell-Scott)
σκληρολέκτης: -ου, ὁ τραχύς, σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό είναι σκληρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζολέκτης.