σκληρολέκτης: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό [[είναι]] σκληρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεζο</i>-[[λέκτης]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό [[είναι]] σκληρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[πεζολέκτης]].
}}
}}

Revision as of 13:18, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρολέκτης Medium diacritics: σκληρολέκτης Low diacritics: σκληρολέκτης Capitals: ΣΚΛΗΡΟΛΕΚΤΗΣ
Transliteration A: sklēroléktēs Transliteration B: sklērolektēs Transliteration C: sklirolektis Beta Code: sklhrole/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A harsh-speaking, Sch.Ar.Nu.1370.

German (Pape)

[Seite 901] ὁ, der hart Redende (?).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρολέκτης: -ου, ὁ τραχύς, σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό είναι σκληρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζολέκτης.