στρογγυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρογγῠλοειδής:''' округленный, круглый ([[στόμιον]] Plut.). | |elrutext='''στρογγῠλοειδής:''' [[округленный]], [[круглый]] ([[στόμιον]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.
German (Pape)
[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).