συνορέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνορέω:''' быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα [[χώρα]] Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.). | |elrutext='''συνορέω:''' [[быть сопредельным]], [[граничить]] (ἡ συνοροῦσα [[χώρα]] Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:54, 20 August 2022
English (LSJ)
A to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with . ., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.
Greek Monotonic
συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω σύνορος
to be conterminous, Polyb.