συνεκλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλαμβάνω Medium diacritics: συνεκλαμβάνω Low diacritics: συνεκλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΕΚΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: syneklambánō Transliteration B: syneklambanō Transliteration C: syneklamvano Beta Code: suneklamba/nw

English (LSJ)

A take out together with, τινί τι Ptol.Harm.2.3 (Pass.). II farm taxes with, σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος UPZ114.16 (ii B.C., συνεγ-).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλαμβάνω: λαμβάνω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ ὁμοῦ, Βυζ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῖς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].