σχισμός: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σχισμός:''' ὁ раскалывание, разрыв (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει [[δορί]] Aesch. гибель от обоюдоострого топора. | |elrutext='''σχισμός:''' ὁ [[раскалывание]], [[разрыв]] (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει [[δορί]] Aesch. гибель от обоюдоострого топора. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.
Russian (Dvoretsky)
σχισμός: ὁ раскалывание, разрыв (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει δορί Aesch. гибель от обоюдоострого топора.
Middle Liddell
σχισμός, οῦ, ὁ, σχίζω
a cleaving, Aesch.