τέτρατος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>τέτρᾰτος, [[τέταρτος]] <br /> <b>1</b> [[fourth]] | |sltr=<b>τέτρᾰτος, [[τέταρτος]] <br /> <b>1</b> [[fourth]] μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (O. 1.60) [[[ἅμα]] πρώτοις ἄρξεται καὶ τετράτοις (codd.: τερτάτοις Ahrens) (O. 8.46) ] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν [[λάβε]] σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (i. e. of the [[fourth]] [[generation]] descended [[from]] Euphamos) (P. 4.47) [[πέφνε]] δὲ [[τρεῖς]] καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη (τε- τάρτῳ v. l.: ἀντὶ [[τοῦ]] τετάρτῳ καὶ δεκάτῳ, Σ B Hom. K 252, cf. fr. 171) fr. 135. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 20 April 2021
English (LSJ)
η, ον, poet. for τέταρτος, A fourth, Pi.P.4.47; τὸ τέτρατον the fourth time, Il.13.20, 21.177, Hes.Op.596, Sc.363:—of a bandage, στηθοδεσμίδα, ἥν τινες τέτρατον καλοῦσι, Gal.18(1).823 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1099] poet. statt τέταρτος, der, die, das vierte, Hom., Hes., Pind. u. A.; τὸ τέτρατον, zum vierten Male, Il. 21, 117 Hes. O. 598 Sc. 363.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρᾰτος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τέταρτος, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· τὸ τέτρατον, τετάρτη φορά, Ἰλ. Φ. 177. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594, Ἀσπ. Ἡρ. 363.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
épq. c. τέταρτος ; τὸ τέτρατον IL la quatrième fois.
Étymologie: τέτταρες.
English (Autenrieth)
see τέταρτος.
English (Slater)
τέτρᾰτος, τέταρτος
1 fourth μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (O. 1.60) [[[ἅμα]] πρώτοις ἄρξεται καὶ τετράτοις (codd.: τερτάτοις Ahrens) (O. 8.46) ] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (i. e. of the fourth generation descended from Euphamos) (P. 4.47) πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη (τε- τάρτῳ v. l.: ἀντὶ τοῦ τετάρτῳ καὶ δεκάτῳ, Σ B Hom. K 252, cf. fr. 171) fr. 135.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
βλ. τέταρτος.
Greek Monotonic
τέτρᾰτος: -η, -ον, ποιητ. αντί τέταρτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸ τέταρτον, η τέταρτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
τέτρᾰτος: Hom., Hes., Pind. = τέταρτος.
Middle Liddell
τέτρᾰτος, η, ον [poetic for τέταρτος
fourth, Hom., etc.; τὸ τέτρατον the fourth time, Il., Hes.