τερμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τερμόνιος:''' находящийся на краю света, отдаленнейший ([[πάγος]] Aesch.).
|elrutext='''τερμόνιος:''' [[находящийся на краю света]], [[отдаленнейший]] ([[πάγος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τερμόνιος]], η, ον<br />at the [[world]]'s end, Aesch. [from [[τέρμων]]
|mdlsjtxt=[[τερμόνιος]], η, ον<br />at the [[world]]'s end, Aesch. [from [[τέρμων]]
}}
}}

Revision as of 11:51, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμόνιος Medium diacritics: τερμόνιος Low diacritics: τερμόνιος Capitals: ΤΕΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: termónios Transliteration B: termonios Transliteration C: termonios Beta Code: termo/nios

English (LSJ)

α, ον, A at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.

Greek (Liddell-Scott)

τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est à l’extrémité.
Étymologie: τέρμων.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

τερμόνιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της γης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τερμόνιος: находящийся на краю света, отдаленнейший (πάγος Aesch.).

Middle Liddell

τερμόνιος, η, ον
at the world's end, Aesch. [from τέρμων