τετράπορος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre ouvertures <i>ou</i> passages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπορος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 656.
|lstext='''τετράπορος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 656.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre ouvertures <i>ou</i> passages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πόρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπορος Medium diacritics: τετράπορος Low diacritics: τετράπορος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: tetráporos Transliteration B: tetraporos Transliteration C: tetraporos Beta Code: tetra/poros

English (LSJ)

ον, A with four passages or openings, ἁψῖδες AP9. 696. II coming four ways, ἄνεμοι ib.656.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ouvertures ou passages.
Étymologie: τέσσαρες, πόρος.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπορος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι αὐτόθι 656.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά-πορος].

Greek Monotonic

τετράπορος: [ᾰ], -ον,
I. αυτός που έχει τέσσερις διόδους ή ανοίγματα, σε Ανθ.
II. αυτός που έρχεται από τέσσερις μεριές, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπορος: (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).

Middle Liddell

τετρά-˘πορος, ον,
I. with four passages or openings, Anth.
II. coming four ways, Anth.