τρομαλεόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tromaleofonos
|Transliteration C=tromaleofonos
|Beta Code=tromaleo/fwnos
|Beta Code=tromaleo/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with trembling voice]], Νέστωρ <span class="bibl">Eust.220.23</span>.</span>
|Definition=ον, [[with trembling voice]], Νέστωρ <span class="bibl">Eust.220.23</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:43, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομᾰλεόφωνος Medium diacritics: τρομαλεόφωνος Low diacritics: τρομαλεόφωνος Capitals: ΤΡΟΜΑΛΕΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tromaleóphōnos Transliteration B: tromaleophōnos Transliteration C: tromaleofonos Beta Code: tromaleo/fwnos

English (LSJ)

ον, with trembling voice, Νέστωρ Eust.220.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρομᾰλεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τρέμουσαν, τρεμουλιασμένην, τρομ. Νέστωρ Εὐστάθιος εἰς Ἰλιάδα Ὁμ. σ. 220, 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό-φωνος]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν
(στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της μτχ. τρεμάμενος, κατ' επίδραση του τρόμος.