τυκάνη: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tykani | |Transliteration C=tykani | ||
|Beta Code=tuka/nh | |Beta Code=tuka/nh | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[an instrument for threshing]], Theognost.<span class="title">Can.</span>24, <span class="bibl">Eust. 967.18</span>; = <b class="b2">tribula, trahea, Gloss.;</b> written τυτάνη in Hsch., and τρυγάνη (q. v.): also Dim. τυκάνιον, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1657.7</span> (iv/v A. D.), <span class="title">Gloss.</span> (-νιν).</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[an instrument for threshing]], Theognost.<span class="title">Can.</span>24, <span class="bibl">Eust. 967.18</span>; = <b class="b2">tribula, trahea, Gloss.;</b> written τυτάνη in Hsch., and τρυγάνη ([[quod vide|q.v.]]): also Dim. τυκάνιον, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1657.7</span> (iv/v A. D.), <span class="title">Gloss.</span> (-νιν).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:45, 11 January 2022
English (LSJ)
ἡ, A an instrument for threshing, Theognost.Can.24, Eust. 967.18; = tribula, trahea, Gloss.; written τυτάνη in Hsch., and τρυγάνη (q.v.): also Dim. τυκάνιον, PLond.5.1657.7 (iv/v A. D.), Gloss. (-νιν).
Greek (Liddell-Scott)
τυκάνη: ἡ, ὄργανον ᾧ ἀλοῶσιν, ἁλωνιστικὴ σανίς, κοινῶς «δουκάνη» ἢ «θρουνάκη», Λατ. tribula, Θεογνώστου Κανόν. 24, Εὐστ. 967. 18· παρ’ Ἡσύχ. φέρεται τυτάνη, «τυτάνη· ὄργανόν τι, ᾧ χρῶνται εἰς τὸν ἀλοητὸν τοῦ σίτου», ΙΙ. σκαλιστῆρι, ἐργαλεῖον κηπουρικόν, δι’ οὗ συντρίβουσι τὰς βώλους, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α
1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη
2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα -άνη (πρβλ. σκαπ-άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και τρυγάνη].